Γονείς και σύγχρονος τρόπος φροντίδας
ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΤΡΟΠΟΣ ΦΡΟΝΤΙΔΑΣ
Ζώντας μια ζωή καλή για να ζήσει κανείς: τα αφήνουμε να κλαίνε;
Προκαλώντας βλάβη στα παιδιά και στις σχέσεις τους σε βάθος χρόνου
Απομακρυνθείτε από επιπόλαιες, μη επιστημονικές, αναχρονιστικές λογικές που
μπορούν να βλάψουν το παιδί σας
Του Darcia Narvaez PhD
To να αφήνουμε τα μωρά να «κλαίνε για να συνηθίσουν» είναι μια ιδέα που υπάρχει τουλάχιστον από τα 1880 και την βικτωριανή περίοδο. Τότε το πεδίο της ιατρικής επιστήμης είχε ανακαλύψει τα μικρόβια και τη μετάδοση λοιμώξεων και είχε τραβήξει σε υπερβολή την ιδέα ότι τα ανθρώπινα βρέφη πρέπει μόνο σπάνια να αγγίζονται (βλ.Blum 2002 για μια εξαιρετική ανασκόπηση αυτής της εποχής και των νοοτροπιών σχετικά με την ανατροφή των παιδιών).
Κατά τον 20ο αιώνα, ο συμπεριφοριστής ψυχολόγος John Watson, που ενδιαφερόταν
να μετατρέψει την ψυχολογία σε σκληρή επιστήμη, σήκωσε τον σταυρό ενάντια στην
στοργή ως πρόεδρος της Αμερικανικής Εταιρίας Ψυχολογίας. Εφάρμοσε το
μηχανιστικό παράδειγμα του συμπεριφορισμού στην ανατροφή των παιδιών,
προειδοποιώντας για τους κινδύνους της υπερβολικής μητρικής αγάπης. Ο 20ος
αιώνας έγινε το σημείο όπου οι «άνθρωποι της επιστήμης» θεωρήθηκε ότι γνωρίζουν
καλύτερα από τις μητέρες τις γιαγιάδες και τις οικογένειες ως προς το πώς να
μεγαλώσεις ένα μωρό. Υπερβολικά πολλή ευγένεια προς ένα βρέφος θα είχε ως
συνέπεια ένα ανθρώπινο ον γκρινιάρικο, εξαρτημένο, αποτυχημένο. Πολύ περίεργο
πως «οι ειδικοί» διέσωσαν αυτήν την ιδέα και την κράτησαν σθεναρή χωρίς καμία
επιστημονική απόδειξη να την υποστηρίζει! Αντίθετα, υπάρχουν σήμερα αποδείξεις
από ευρύ φάσμα επιστημών που δείχνουν ότι το ακριβώς
Ένα κυβερνητικό ενημερωτικό φυλλάδιο της εποχής συνιστούσε πως «η φροντίδα της
μητέρα σημαίνει να κρατάει το μωρό ήσυχο, σε θέσεις που το βοηθούν να ηρεμήσει»
και ότι «η μητέρα πρέπει να σταματάει αμέσως εάν τα χέρια της τα νιώθει
κουρασμένα» γιατί «το μωρό δεν πρέπει ποτέ να δυσχεραίνει τον ενήλικα». Βρέφη
μεγαλύτερα των 6 μηνών «πρέπει να μάθουν να κάθονται ήσυχα στο κρεβατάκι τους,
διαφορετικά, μπορεί να απαιτούν συνεχή επίβλεψη και αλληλεπίδραση με τη μητέρα,
πράγμα που συνιστά σοβαρό χάσιμο χρόνου». (Βλ. Blum 2002).
Μήπως αυτές οι νοοτροπίες σας ακούγονται οικείες; Ένας γονιός μου ανέφερε
πρόσφατα ότι του συνέστησαν να αφήνει το μωρό του να κλαίει έως ότου αποκοιμηθεί,
ώστε ο γονιός «να ανακτήσει την ζωή του».
Με τα σύγχρονα δεδομένα από τις νευροεπιστήμες, μπορούμε να επιβεβαιώσουμε αυτό που οι άνθρωποι πριν την βικτωριανή εποχή, για χιλιάδες χρόνια θεωρούσαν δεδομένο – ότι το να αφήνεις τα βρέφη να αγχώνονται είναι μια πρακτική που μπορεί να βλάψει τα παιδιά και την ικανότητά τους για σύναψη σχέσεων με πολλούς τρόπους και σε βάθος χρόνου. Γνωρίζουμε ότι αφήνοντας τα βρέφη να κλαίνε απαρηγόρητα είναι ένας καλός τρόπος να τα κάνουμε λιγότερο έξυπνα, λιγότερα υγιή αλλά περισσότερο αγχωμένα, μη συνεργάσιμα και αποξενωμένα άτομα που μπορεί να περάσουν τα ίδια ή και χειρότερα χαρακτηριστικά στην επόμενη γενιά ανθρώπων.
Η μη έγκυρη θέαση του μπιχεβιοριστή – συμπεριφοριστή βλέπει το μωρό ως μια
ενόχληση, μια απειλή για την ζωή των γονιών του, μια εισβολή που πρέπει να
ελεγχθεί και να περιοριστεί με διάφορες μεθόδους, έτσι ώστε οι ενήλικες να
μπορούν να ζουν τις ζωές τους χωρίς πολλή ενασχόληση, πάνω κάτω σαν να μην
έχουν παιδί. Ίσως μπορούμε να συγχωρήσουμε αυτήν την θέαση και την άγνοια γιατί
κατά τον ίδιο, 20ο αιώνα, διαλύθηκαν οι εκτεταμένες οικογένειες και οι νέοι
γονείς έπρεπε να βρουν πώς να χειριστούν μόνοι τους τα μωρά τους, μια αφύσικη
κατάσταση στην ανθρώπινη ιστορία – έως τότε μεγαλώναμε τα παιδιά στο πλαίσιο εκτεταμένων
οικογενειών. Οι γονείς πάντα μοίραζαν την φροντίδα των μωρών με πολλαπλούς
ενήλικες συγγενείς.
Σύμφωνα με την άποψη του συμπεριφοριστή που αγνοεί παντελώς την ανθρώπινη
ψυχοκινητική ανάπτυξη, το παιδί « πρέπει να μάθε να είναι ανεξάρτητο». Μπορούμε
τώρα να επιβεβαιώσουμε ότι πιέζοντας για «ανεξαρτησία» ένα βρέφος οδηγεί σε
μεγαλύτερη εξάρτηση. Αντίθετα, εάν δίνουμε στα βρέφη αυτά που χρειάζονται τα
οδηγούμε σε μεγαλύτερη ανεξαρτησία απώτερα. Σε ανθρωπολογικές μελέτες
ανθρώπινων κοινοτήτων – κυνηγών, οι γονείς φρόντιζαν κάθε ανάγκη των βρεφών και
των μικρών παιδιών. Τα νήπια αισθάνονταν αρκετή αυτοπεποίθηση (και οι γονείς
τους ασφάλεια) για να περπατάνε μέσα στο δάσος μόνα τους (βλ. Hunter – Gatherer
Childhoods, Hewlett @ Lamb, 2005).
Οι αδαείς συμπεριφοριστές ενθαρρύνουν τους γονείς να «μάθουν» στο παιδί τους να μην περιμένει τις ανάγκες του να ικανοποιούνται κατά απαίτηση, όποτε θέλει εκείνο, είτε πρόκειται για φαγητό είτε για παρηγοριά και αγκαλιά. Υποθέτουν ότι οι ενήλικες πρέπει να «έχουν τον έλεγχο» της σχέσης. Σίγουρα αυτή η πρακτική είναι πιθανό να δημιουργήσει ένα παιδί που δεν ζητάει τόσο πολύ βοήθεια και προσοχή από τους γονείς του (με το να αποσύρεται στην κατάθλιψη, να απομονώνεται στον ατελώς σχηματισμένο εαυτό του ή να κλείνεται σε στατικότητα και λίμναση), αλλά επίσης είναι πιο πιθανό να δημιουργεί ένα παιδί γκρινιάρικο, δυστυχισμένο, επιθετικό, απαιτητικό, ένα παιδί που έμαθε ότι πρέπει να τσιρίζει για να αλληλεπιδρά κάποιος με τις ανάγκες του. Μια βαθιά, πρωτογενής αίσθηση ανασφάλειας είναι πιθανό να φωλιάσει στην καρδιά αυτού του παιδιού και να μείνει εκεί για το υπόλοιπο της ζωής του.
Η πραγματικότητα είναι ότι όσοι φροντίζουν μωρά και συστηματικά ανταποκρίνονται στις ανάγκες του μωρού πριν αυτό αγχωθεί πολύ, προλαμβάνοντας το κλάμα του, είναι πιο πιθανό να έχουν παιδιά που είναι ανεξάρτητα από ό,τι το ανάποδο (Stein @ Newcomb 1994). H φροντίδα που παρηγορεί είναι η καλύτερη από την αρχή. Άπαξ και τα μοτίβα φροντίδας εγκατασταθούν για τα καλά, είναι πολύ πιο δύσκολο να αλλάξουν.
Σε μελέτες σε ποντίκια με μητέρες υψηλής ή χαμηλής φροντίδας, φαίνεται να υπάρχει μια κρίσιμη περίοδος για την ενεργοποίηση γονιδίων που ελέγχουν το άγχος για όλη την υπόλοιπη ζωή. Εάν κατά τις πρώτες 10 μέρες της ζωής έχεις μια μητέρα χαμηλής φροντίδας στα ποντίκια (ισοδύναμο με 6 μήνες στη ζωή των ανθρώπων), τα γονίδια δεν ενεργοποιούνται ποτέ με αποτέλεσμα το ποντίκι να εκδηλώνει άγχος προς καινούργιες καταστάσεις για το υπόλοιπο της ζωής του, εκτός εάν του δοθούν φάρμακα που ηρεμούν το άγχος. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι στο γονιδίωμα των θηλαστικών υπάρχουν εκατοντάδες γονίδια που επηρεάζονται από τον τρόπο ανατροφής (M Meaney, 2001).
Πρέπει να κατανοήσουμε ότι η μητέρα και το παιδί συνιστούν μια αμοιβαία
ανταποκρινόμενη δυάδα. Πρόκειται για μια συμβιωτική μονάδα που κάνουν το κάθε
μέρος της πιο υγιές και πιο ευτυχισμένο μέσα από την αμοιβαία αλληλεπίδραση και
ανταπόκριση. Αυτό φυσικά έχει επέκταση και σε άλλα άτομα που φροντίζουν ένα
βρέφος.
Μια περίεργα δημοφιλής ιδέα σήμερα στον δυτικό κόσμο είναι να αφήνεις ένα
βρέφος να κλαίει μέχρι να σωπάσει (crying it out, ελεγχόμενο κλάμα), όπου τα
μωρά αφήνονται μόνα τους, απομονωμένα ή με μηχανήματα απομακρυσμένου ελέγχου.
Αυτό προκύπτει ως παρεξήγηση και παρερμηνεία της ανάπτυξης ενός παιδιού και του
εγκεφάλου του.
• Τα παιδιά μεγαλώνουν και ωριμάζουν με το να αγκαλιάζονται. Αντίθετα τα σώματά τους γίνονται δυσλειτουργικά όταν αποχωρίζονται σωματικά, σε επαφή, από τους γονείς τους.
• Τα βρέφη από τις πρώτες εβδομάδες ζωής εκφράζουν μια ανάγκη μέσα από συγκεκριμένα σημάδια και τελικά, αν είναι απαραίτητο, μέσα από κλάμα. Ακριβώς όπως ένας ενήλικας ψάχνει νερό όταν διψάει, τα παιδιά αναζητούν αυτό που έχουν κάθε στιγμή ανάγκη. Ακριβώς όπως ένας ενήλικας ηρεμεί όταν η ανάγκη του ικανοποιηθεί, ηρεμούν και τα μωρά.
• Υπάρχουν πολλές μακροχρόνιες συνέπειες της ανεπαρκούς φροντίδας και της παραμέλησης στα βρέφη (Dawson 2000).
Τι πραγματικά επιφέρει το «ελεγχόμενο κλάμα» στο βρέφος και στην δυάδα;
Νευρικά κύτταρα, νευρώνες πεθαίνουν. Όταν το βρέφος
στρεσσάρεται, απελευθερώνεται στο σώμα του η τοξική ορμόνη κορτιζόλη. Πρόκειται
για ορμόνη που σκοτώνει νευρικά κύτταρα. Ένα τελειόμηνο βρέφος έχει εγκέφαλο
αναπτυγμένο μόνο κατά 25% στη γέννηση, σε σχέση με 2 ετών. Στα επόμενα δύο
χρόνια θα συμβεί ραγδαία ανάπτυξη και αύξηση του εγκεφάλου. Ο ανθρώπινος
εγκέφαλος μεγαλώνει κατά μέσο όρο κατά τρεις φορές πιο μεγάλος μέχρι το τέλος
του πρώτου χρόνου. Το μέγεθος του κεφαλιού στα πρώτα γενέθλια είναι ένα σημάδι
νοημοσύνης (Gale 2006). Ποιος γνωρίζει ποια νευρικά κύτταρα σταματούν τις συνδέσεις
μεταξύ τους ή καταστρέφονται κατά την διάρκεια περιόδου σημαντικού στρες; Τι
είδους ελλείμματα μπορεί να αναδειχθούν χρόνια αργότερα ως συνέπεια τακτικών
δυσχερών εμπειριών σε αυτήν την κρίσιμη και μοναδική ηλικία;
Μια αποδιοργανωμένη αντίδραση στο στρες μπορεί να εγκατασταθεί ως
μοτίβο για όλη την ζωή όχι μόνο μέσα στον εγκέφαλο και το σύστημα
απάντησης στο στρες, αλλά και στο σώμα μέσα από το πνευμονογαστρικό νεύρο, το
νεύρο που επηρεάζει την λειτουργία πολλών συστημάτων (αναπνευστικό,
καρδιαγγειακό, γαστρεντερικό κλπ). Για παράδειγμα, παρατεταμένο άγχος νωρίς στη
ζωή μπορεί να οδηγήσει σε φτωχή λειτουργία του πνευμονογαστρικού νεύρου, και να
συσχετίζεται με προβλήματα υγείας όπως το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (Stam
1997). To Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ εξέδωσε πρόσφατα την αναφορά «Οι πηγές της
Υγείας εφόρου ζωής χτίζονται στην πρώτη παιδική ηλικία», σχετικά με τον τοξικό
ρόλο του πρώιμου στρες στην μακροπρόθεσμη υγεία.
Η αυτό-ρύθμιση υποσκάπτεται. Το ανθρώπινο μωρό είναι απόλυτα
εξαρτημένο από τους γονείς του για να μάθει πώς να αυτό-ρυθμίζει τον ψυχισμό
του. Η κατάλληλη φροντίδα – οι ανάγκες του βρέφους να συναντιούνται από τις
πράξεις των γονιών πριν ανησυχήσει πολύ – ρυθμίζει το σώμα και τον εγκέφαλο του
παιδιού προς τα πάνω, να ηρεμεί. Όταν ένα μωρό φοβάται και ο γονιός το κρατάει
και το παρηγορεί, το μωρό χτίζει προσδοκίες για παρηγοριά, που ενσωματώνονται
στην ικανότητά του σταδιακά να παρηγορείται από μόνο του. Τα παιδιά δεν
αυτό-παρηγορούνται όταν απομονωθούν. Εάν αφεθούν να κλαίνε μόνα τους, αυτό που
μαθαίνουν είναι να κλείνονται στον εαυτό τους σε απάντηση σε εκτεταμένο άγχος,
ώστε απλά να επιβιώσουν –σταματούν να μεγαλώνουν, να ωριμάζουν, να νιώθουν, να
εμπιστεύονται (Henry & Wang 1998).
H εμπιστοσύνη υποσκάπτεται. Όπως έχει δείξει ο Erik Erikson, ο
πρώτος χρόνος της ζωής μας είναι μια ευαίσθητη, κρίσιμη περίοδος για να
εγκαταστήσουμε μέσα μας μια αίσθηση εμπιστοσύνης προς τον κόσμο που μας
περιβάλλει, εμπιστοσύνης προς τα βασικά πρόσωπα που μας φροντίζουν και τελικά
εμπιστοσύνης προς τον ίδιο μας τον εαυτό. Όταν οι ανάγκες του μωρού απαντώνται
χωρίς σημαντικό άγχος, το παιδί μαθαίνει ότι ο κόσμος είναι ένα μέρος που
μπορείς να εμπιστευθείς, οι σχέσεις με τους άλλους ανθρώπους υποστηρίζουν και
βοηθούν, και ο εαυτός είναι συνιστά μια θετική οντότητα που αξίζει αγάπη και
μπορεί να παίρνει ό,τι χρειάζεται. Όταν οι ανάγκες του μωρού αγνοούνται ή
απορρίπτονται, το παιδί αναπτύσσει μια αίσθηση αμφιβολίας, αναξιοπιστίας στις
σχέσεις του και με τον κόσμο γύρω του. Η αυτοπεποίθηση υποσκάπτεται. Το παιδί
μπορεί να ξοδέψει την υπόλοιπη ζωή του προσπαθώντας να γεμίσει το μεγάλο
εσωτερικό κενό.
Η ευαισθησία του γονιού προς το παιδί του μπορεί να βλαφτεί.
Ένας γονιός που μαθαίνει να αγνοεί το κλάμα του μωρού του, είναι πιθανό να
μάθει να αγνοεί ή να παρερμηνεύει τα πιο ήπια σημάδια των αναγκών του παιδιού
του. Αντί να εξασκείται να μαντεύει τον τρόπο και την στιγμή που το παιδί του
χρειάζεται φροντίδα, ο ενήλικας που αγνοεί τις ανάγκες του μωρού του εξασκείται
και σταδιακά εξοικειώνεται με το να «σκληραίνει την καρδιά του». Η αμοιβαία
επαφή μεταξύ γονιού και βρέφους σπάει από τον ενήλικα και δεν μπορεί να
διορθωθεί από το ίδιο το παιδί. Το βρέφος είναι αβοήθητο. Ο γονιός τα επόμενα
χρόνια είναι πιθανό να μην κατανοεί το παιδί του ή να νιώθει αποξενωμένος από αυτό.
Η κατάλληλη απάντηση των γονιών στις ανάγκες των βρεφών σχετίζεται με τα περισσότερα αν όχι όλα τα θετικά αποτελέσματα ως προς το παιδί. Στην ερευνητική μας δουλειά το υψηλό επίπεδο κατάλληλης φροντίδας από τους γονείς σχετίζεται και με την νοημοσύνη, και με την εν-συναίσθηση, και με την έλλειψη επιθετικότητας ή κατάθλιψης, και με την αυτό-ρύθμιση, και με την κοινωνικότητα. Επειδή η αλληλεπίδραση είναι τόσο ισχυρή, πρέπει πάντα να την λαμβάνουμε υπόψη σε μελέτες που συσχετίζουν τις πρακτικές των γονιών με την υγεία των παιδιών. Η σπουδαιότητα της αλληλεπίδρασης μητέρας – βρέφους είναι κοινή γνώση στην εξελικτική ψυχολογία. Απουσία αλληλεπίδρασης, όπως αντιπροσωπεύει το «ελεγχόμενο κλάμα», μπορεί να επιφέρει τα αντίθετα από τα παραπάνω θετικά αποτελέσματα.
Η προσέγγιση του «ελεγχόμενου κλάματος» φαίνεται να αναδείχθηκε ως μια λύση στην διάλυση της εκτεταμένης οικογένειας τον 20ο αιώνα στον δυτικό κόσμο. Η υπέρογκη σοφία των γιαγιάδων χάθηκε και η σοφία του πώς να κρατάς ένα παιδί ευτυχισμένο χάθηκε μεταξύ τω γενεών.
Μα δεν είναι το κλάμα για τα μωρά κάτι φυσιολογικό;
Όχι απαραίτητα. Από ανθρωπολογικής πλευράς, ένα ανθρώπινο βρέφος που κλαίει στο
προιστορικό περιβάλλον θα έδινε σήμα σε αρπακτικά ζώα να το εντοπίσουν και να
ορμήσουν. Οι πρακτικές των γονιών στην εξέλιξη του ανθρώπινου είδους είχαν
σκοπό να ηρεμούν το βρεφικό στρες και να αποτρέπουν το κλάμα του με εξαίρεση
επείγοντα. Κατά την συντριπτική πλειοψηφία της ανθρώπινης ιστορίας τα μωρά μας
θήλαζαν συχνά και όποτε ήθελαν, ήταν σχεδόν πάντα αγκαλιά με τους γονείς τους,
πήγαιναν συνεχώς όπου πήγαιναν και εκείνοι. Τα βρέφη μας στα γονίδιά τους είναι
χτισμένα να περιμένουν ένα ισοδύναμο μιας «εξωτερικής μήτρας» μετά τη γέννησή
τους (A Schore). Δεν είναι σχεδιασμένα να βρίσκονται συνεχώς σε κατάσταση συναγερμού.
Tι είναι η εξωτερική μήτρα; Αγκαλιά σχεδόν συνεχής, θηλασμός κατά απαίτηση,
αδιαπραγμάτευτη υποστήριξη από τους γονείς, γρήγορη, κατάλληλη ανταπόκριση στις
ανάγκες τους.
Τι σημαίνει όταν ένα βρέφος κλαίει εκτεταμένα;
Συνήθως δείχνει μια έλλειψη εμπειρίας, γνώσης και υποστήριξης από την πλευρά
των γονιών. Αυτό το κεφάλαιο σωστής γνώσης και εμπειρίας σήμερα λείπει από τον
μέσο γονιό και είναι τεράστιο. Πρέπει όλοι, γονείς και επαγγελματίες υγείας, να
εκπαιδευθούμε ως προς τις φυσιολογικές ανάγκες των βρεφών, τις πρακτικές που τα
ηρεμούν αποτελεσματικά και τους τρόπους φροντίδας που τα βοηθούν πραγματικά να
ανεξαρτητοποιηθούν χωρίς να τα θέτουν σε κίνδυνο.
Πηγή:
http://pediatros-thes.gr