ΑΝΩ ΒΑΘΕΙΑ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΥΠΡΙΩΤΑΚΗΣ
Ο κύριος Μιχάλης Κυπριωτάκης με υποδέχθηκε στην όμορφη
αυλή του, στην Άνω Βάθεια, στις 5-7-2023. Η συζήτηση μαζί του ήταν απολαυστική,
καθώς θυμάται με διαύγεια γεγονότα από όλη του τη ζωή. Κεντρικό θέμα είναι η
Γερμανική Κατοχή.
Γεννήθηκε το 1930 στην Άνω Βάθεια και μετακόμισαν οικογενειακώς στο Σφεντύλι τη
νύχτα που «έπεσαν» οι Γερμανοί, στις 20 Μαΐου 1941, καθώς υπήρχε ο φόβος
βομβαρδισμού του χωριού.
Στο Σφεντύλι έμειναν τέσσερα χρόνια όπου ο πατέρας του είχε φάμπρικα.
Περιγράφει τη λειτουργία της παραδοσιακής φάμπρικάς τους με το άλογο.
Τα χρόνια του σχολείου, τόσο στο Σφεντύλι (για την ακρίβεια στο Αβδού) όσο και στη Βάθεια, τα θυμάται και τα περιγράφει λεπτομερώς. Μαθήματα γίνονταν και τα Σάββατα, όπου μάθαιναν το Ευαγγέλιο της Κυριακής. Αγαπημένα του μαθήματα ήταν η Φυτολογία, η Γεωλογία, η Ανθρωπολογία κλπ., ενώ αξίζει να σταθούμε στα μαθήματα που γινόντουσαν μέσα στην εκκλησία και σε σπίτια του χωριού που ενοικίαζε η κοινότητα, λόγω της μερικής καταστροφής του σχολείου της Άνω Βάθειας, από τον σεισμό του 1936.
Ο κύριος Μιχάλης ήταν παρών σε τρεις βομβαρδισμούς
κατά την περίοδο της Κατοχής. Η πρώτη
φορά ήταν στο Σφεντύλι, την ώρα που βγήκε στην εξοχή για παιχνίδι με ένα φίλο
του.
Μας μιλάει για τα καταφύγια που δημιούργησαν στην εξοχή, τις πρώτες μέρες που
ήρθαν οι Γερμανοί. Ο δεύτερος βομβαρδισμός που παραλίγο να του στοιχίσει τη
ζωή, ήταν τις ημέρες που είχαν μεταφερθεί στα καταφύγια. Η ξαδέρφη του, άπλωσε
τις κόκκινες πατητές (κουβέρτες) για να στεγνώσουν από την υγρασία της νύχτας.
Τα αεροπλάνα που πέρασαν, είδαν το κόκκινο χρώμα και τους πολυβόλησαν. Όλοι
πρόλαβαν να κρυφτούν.
Την τρίτη φορά, στον Καρτερό, τον καιρό που έφευγαν οι Γερμανοί, ο κύριος
Μιχάλης στάθηκε ξανά τυχερός κι επέζησε, πέφτοντας μέσα σε ένα χαντάκι. «Είχα
χρόνια φαίνεται να ζήσω. Άμα είναι τυχερό σου να πεθάνεις, θα πεθάνεις.»
Στην ερώτητη «Πως διαχειριζόσασταν τον φόβο;» ο κύριος Μιχάλης απαντά:
«Δε φοβόμασταν. Δεν καταλαβαίναμε τον κίνδυνο. Ήταν σαν παιχνίδι.»
Η αγγαρεία στη «Μπομ Λάγα» ήταν μια έντονη εμπειρία. Τα παιδιά που είχαν τελειώσει το δημοτικό, περπατούσαν ξυπόλητοι ως τον Καρτερό, όπου έσπαγαν χαλίκι και το έστρωναν στα ειδικά δωμάτια/ σπηλιές όπου έκρυβαν τα πυρομαχικά, σκεπάζοντάς τα με ξερά κλαδιά.
Ο λοχίας που επιτηρούσε τις εργασίες στη Μπομ Λάγα, ο
Χούσμαν, βρέθηκε ξανά στον δρόμο του κυρίου Μιχάλη τυχαία, όταν πήγε μετανάστης
στη Γερμανία μετά από χρόνια.
Τέλος, ο κύριος Μιχάλης αναφέρει την ανθρωπομορφολογία της Άνω Βάθειας, λέγοντας πως επί Τουρκοκρατίας στο χωριό ζούσαν μόνο Τούρκοι. Την περίοδο της Κρητικής Πολιτείας και κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών, στην Άνω Βάθεια εγκαταστάθηκαν 25 οικογένειες προσφύγων και άνθρωποι από άλλα χωριά της ενδοχώρας, αγοράζοντας τις τουρκικές ιδιοκτησίες.